- εὐπάλαιστος
- εὐπάλαιστος [πᾰ], ον,A easy to overcome in wrestling, [Epich.] 254.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευπάλαιστος — εὐπάλαιστος, ον (A) αυτός που καταβάλλεται, που νικιέται εύκολα στην πάλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παλαιστος (< πα λαίω), πρβλ. α πάλαιστος, εκ πάλαιστος] … Dictionary of Greek
εὐπαλαίστως — εὐπάλαιστος easy to overcome in wrestling adverbial εὐπάλαιστος easy to overcome in wrestling masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπαλαίστους — εὐπάλαιστος easy to overcome in wrestling masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπαλαίστων — εὐπάλαιστος easy to overcome in wrestling masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)